διασκεδάσω

διασκεδάσω
διασκεδάννυμι
scatter abroad
aor subj act 1st sg
διασκεδάννυμι
scatter abroad
fut ind act 1st sg
διασκεδάννυμι
scatter abroad
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
διασκεδάζω
disperse
aor subj act 1st sg
διασκεδάζω
disperse
fut ind act 1st sg
διασκεδάζω
disperse
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχταρίζω — Ν κουνώ πάνω κάτω βρέφος, το οποίο κρατώ στην αγκαλιά μου, για να τό καθησυχάσω ή να τό διασκεδάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάχτι + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ψωνίζω — και ψουνίζω Ν 1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή») 2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα τού δρόμου για να διασκεδάσω 3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» τρελαίνομαι β) «ψωνίζω από σβέρκο» βλ. σβέρκος γ) «πού τόν ψώνισες αυτόν;»… …   Dictionary of Greek

  • γκριμάτσα — η (λ. ιταλ.), σύσπαση των μυών του προσώπου, μορφασμός: Το μωρό έκλαιγε, και έκανα αστείες γκριμάτσες για να το διασκεδάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχταρίζω — κουνώ στα χέρια μου βρέφος, για να το καθησυχάσω ή να το διασκεδάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”